λούσο — το (λ. ιταλ.), πολυτέλεια, μεγαλοπρέπεια: Εμφανίστηκε ντυμένη με λούσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λουσάρω — και λουσαρίζω [λούσο] ντύνω κάποιον πολυτελώς, καλλωπίζω … Dictionary of Greek
λουσάτος — η, ο [λούσο] 1. ντυμένος με πολυτέλεια, καλλωπισμένος 2. (για πράγματα) κατασκευασμένος ή στολισμένος με πολυτέλεια, φιγουράτος («λουσάτο έπιπλο») … Dictionary of Greek
πολυτέλεια — η, ΝΑ [πολυτελής] 1. το να ζει κανείς ξοδεύοντας πολλά χρήματα, πολυδάπανα («τὴν εὐδαιμονίαν οἰομένῳ τρυφὴν καὶ πολυτέλειαν εἶναι», Ξεν.) 2. ο πλούτος τής εμφάνισης, η μεγαλοπρέπεια, το λούσο νεοελλ. 1. (οικον.) η χρήση αντικειμένων και η δαπάνη… … Dictionary of Greek
πολυτέλεια — η 1. καθετί που αποτελεί περιττή δαπάνη: Να έχουμε τα απαραίτητα και να λείπουν οι πολυτέλειες. 2. πλούτος, πλούσια εμφάνιση, λούσο: Μεγάλη πολυτέλεια έχουν στο σπίτι τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)